- γύρωσις
- γύρ-ωσις [pron. full] [ῡ], εως, ἡ,A making of a γῦρος, POxy.1631.11 (iii A.D.), Gp.2.46.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γύρωση — η (Α γύρωσις) [γυρώ] νεοελλ. 1. σύνδεση σιδερένιων πλακών ή ελασμάτων με γυρωτικά καρφιά 2. εκσκαφή λάκκων γύρω από τα κλήματα για τον αερισμό τού εδάφους αρχ. κατασκευή κύκλου … Dictionary of Greek
γυρώσεως — γῡρώσεω̆ς , γύρωσις making of a fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύρωσιν — γύ̱ρωσιν , γύρωσις making of a fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)